- ενθαλάσσιος
- ἐνθαλάσσιος και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα, ο θαλάσσιος («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» — στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνθαλάττιος — ἐνθαλάσσιος , ἐνθαλάσσιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθαλασσίοις — ἐνθαλάσσιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθαλάττιον — ἐνθαλάσσιον , ἐνθαλάσσιος masc/fem acc sg ἐνθαλάσσιον , ἐνθαλάσσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθαλάττιοι — ἐνθαλάσσιοι , ἐνθαλάσσιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)